Το Μάτι
Το «μάτι» των παιδικών μου χρόνων, οι φωτογραφίες, τα λευκώματα, τα δέντρα, οι χωματόδρομοι, τα τζιτζίκια, το «κόκκινο λιμανάκι», η Ραφήνα με τα καβουράκια της, ο καλός ο κόσμος ο ευγενικός, η καλοσύνη η ευγένεια, η καλή γειτονία, ο σεβασμός για τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, η θάλασσα με τα «προβατάκια» -τους αφρούς απ’ το κύμα- γιατί καθημερινά είχε αέρα στη θάλασσα, τα πεύκα και τα γιγάντια κυπαρίσσια, τα συρματοπλέγματα της περίφραξης που έκαναν κάθε κτήμα «διαφανές» προτού αντικατασταθούν με μάντρες –αρχικά τοιχάκια που ψήλωναν χρόνο με το χρόνο- ο παγοπώλης που έφερνε μια κολώνα με πάγο κάθε πρωί καρφώνοντάς την με ένα γάντζο σαν τον Κάπτεν- Χούκ, ο γαλατάς με τα γυάλινα μπουκάλια, ο σουβλατζής με το φορείο του με ρόδες, την τσίκνα και τις κυρίαρχες μυρωδιές από το ξύγκι που έκαιγε στα κάρβουνα για να αλληθωρίσει την όσφρηση του πάσα ένα, μαζί με την ιδιότυπη και εξαίρετη σπιτική σάλτσα του που πρόσθετε με ένα κουτάλι στο τέλος- αφού είχε τυλίξει το σουβλάκι με την πίτα σε ένα χαρτί, ο «κινηματόγραφος « με ένα view-master και ένα πενηνταράκι -δηλαδή μισή δραχμή- για να δεί κανείς απ’ τα περισκόπια του κινούμενου υποβρυχίου της στεριάς,
Οι πρώτοι έρωτες και τα «μπικίνι» μόνο απ’ τις καλλίγραμμες- all the way to the beach- που προκαλούσαν τα μάτια των ανδρών και συγκρατημένους αναστεναγμούς , την διακοπή στις συζητήσεις και τα σχόλια των των «καθώς πρέπει» νοικοκυρών μανάδων, σε στυλ: «εγώ δεν θα το έκανα ποτέ αυτό» ενώ η «τάξη» είχε πλέον διασαλευθεί και σύννεφα ανησυχίας άρχιζαν να μαζεύονται στους νόες των γυναικών σχετικά με το τι μέτρα θα έπρεπε να εφαρμόσουν για να αμυνθούν και να προστατέψουν τους άντρες τους απ’ τις εκθαμβωτικές «κόρες του Πέτα» που ήσαν οι star της πασαρέλας του πρωϊνού….
Ο πατέρας, ο «μπαμπάς του μακροβουτιού» με την ατέλειωτη υποβρύχια πορεία του που κανένας ποτέ δεν συνήθισε, που οι καινουριοφερμένοι δεν πίστευαν ότι συμβαίνει αλλά ότι είναι κάποιο «τρικ» και κρύβεται κάπου για μερικά λεπτά, ενώ ο Ιωάννης μάζευε στην πραγματικότητα αχινούς που τους αποθήκευε στο πολύ ελαστικό μαγιό του 20-25 τη φορά για να τους αδειάσει στην αμμουδιά και να ξαναβουτήξει για τους επόμενους και να τους αδειάσει πάλι σαν τον φακίρη -ανάλογα με τους επισκέπτες που είχαμε- και να τους καθαρίσει μ’ ένα κουτάλι στο σπίτι προσθέτοντας λαδάκι και μπόλικο λεμόνι σε μια σπουδαία αχινοσαλάτα για ορεκτικό με το λευκό παγωμένο κρασί (τις πιο πολλές φορές ρετσίνα) και να αρχίσει το τραγούδι πριν μας διακόψει το μεσημέρι του Ματιού με την νεκρική ησυχία του 2-5 απόλυτη σιγή της «σιέστας» του ύπνου του μεσημεριού που ήταν ο απόλυτος σεβασμός για τους γείτονες, με θρησκευτική σχεδόν κατάνυξη όπου ο καθένας διάλεγε ένα πεύκο για να βάλλει το κρεβάτι του αποκάτω και «να το βουλώσει» να προσπαθήσει να κοιμηθεί ή να τουμπεκιαστεί για δυο-τρείς ώρες και να σηκωθεί το απόγευμα για ένα μυρωδάτο καφέ «τούρκικο» ώσπου ν’ αρχίσουν να κόκκινο-πορτοκαλίζουν τα χρώματα του δειλινού μέσα στην έντονη μυρουδιά των πεύκων αν δεν είχαμε ξεκινήσει για το απογευματινό -και το καλύτερο – μπάνιο στην θάλασσα που τότε ήταν πια λιγότερο –έως καθόλου- ταραγμένη και οι αστερίες ξάπλωναν νωχελικά στην παραλία ανάμεσα στις πέτρες και τα φύκια.
Ο Μίμης ο Φωτόπουλος με το σπίτι του πιο πίσω απ’ το δικό μας που είχανε γνωριστεί με τον μπαμπά στην Ελ-Ντάμπα -στην εξορία στην Αίγυπτο – ερχότανε πιο σπάνια γιατί είχε και καλοκαιρινές επιθεωρήσεις και δουλειές στο θέατρο- όλοι οι άλλοι ήμασταν από την επομένη του κλεισίματος των σχολείων μέχρι την παραμονή του ανοίγματος τον Σεπτέμβριο όλο το καλοκαίρι εκεί και παραθερίζαμε. Η λέξη «διακοπές» δεν υπήρχε τότε.
Ίσως κάποιοι –σπάνια- να πήγαιναν ένα ταξίδι για να επισκεφτούν κάποιους στην Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Αυστραλία αλλά αυτό ήταν εξαίρεση. Οι Έλληνες παραθέριζαν τότε. Δεν έκαναν ή δεν πήγαιναν «διακοπές» Έννοια που δυσκολεύτηκα πολύ να συνηθίσω αργότερα- μέχρι και σήμερα.
Το Μάτι του μεσημεριού. Ο οφθαλμός του λέοντα. Όπου δραπετεύαμε νυχοπατώντας αθόρυβα τα μεσημέρια για να συναντηθούμε με άλλους της ηλικίας μας –αγόρια και κορίτσια- στα ξέφωτα κάτω από πεύκα, με βλάστηση που μας έκρυβε από τα μάτια των περιέργων και των συγγενών, όταν άρχιζαν τα ξεγυμνώματα, με απόλυτο αισθησιασμό και οι πρώτες σεξουαλικές αναφορές , ο θαυμασμός, το δέος, οι ανατριχίλες και το κυνήγι της χελώνας.
Η παραλία μας, η μικρή δεξιά από την μεγάλη όπου συνέβαινε κάτι σαν ένα άτυπο face-control στους άσχετους. Τα «καλημέρα» και τα «καλησπέρα» εκεί είχαν κάτι το συνωμοτικό γιατί οι άσχετοι δεν τα εισέπρατταν και ένιωθαν παρείσακτοι και έφευγαν πολύ γρήγορα και δεν ξανάρχονταν. Ερχόταν ο Αντρέας Παπαντρέου εκεί τότε για ένα γρήγορο «κρόουλ» κάθε ηλιοβασίλεμα. Νοίκιαζαν ένα δίπατο σπίτι στο δρόμο μας για την παραλία και τα παιδιά τους –ο μετέπειτα ΓΑΠ, ο Αντρίκος η Σοφούλα κλπ σαν φοβισμένα κοτοπουλάκια ερχόντουσαν τα καημένα καθημερινά σ’ αυτήν την παραλία και τα λυπόμασταν με τους άνδρες της Ασφάλειας να προσπαθούν με το σκούρο κοστούμι και την κάλτσα πετσετέ με το σκαρπίνι να βουτά στην άμμο και να βρέχεται μες στο ντάλα μεσημέρι, προσπαθώντας να τα βάλουν σε μια φουσκωτή σχεδία που είχαν προσφάτων αποκτήσει. Όλοι θέλαμε να παίξουμε με την Σοφούλα με τα γαλανά της-ξεπλυμένα ματάκια σαν τα κοτοπουλάκια που κυκλοφορούνε το Πάσχα για τα σπίτια. Δεκαετίες αργότερα βρεθήκαμε πάλι γείτονες στην Ν.Ερυθραία στην ίδια απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων.
Λουλούδια, φεγγάρια, άστρα, πέτρες, αέρας, πουλιά, µνήµες, µια κανάτα, ένα λεµόνι, ένα χαµόγελο –το οτιδήποτε– γίνονται πύλη µυσταγωγική για να περάσει ο Έρωτας για την Πηγή που συγκρατεί τους κόσµους.
Και μια μέρα του φθινόπωρου του ’63 θαρρώ, φωνές και κλάματα. Γκρεμίζουνε την παραλία μας. Ανατινάζουνε τους βράχους με δυναμίτη για να φτιάξουν ένα ξενοδοχείο εκεί επάνω. Costa-Ricka νομίζω το λέγανε. Κάθε έκρηξη και ένα μπουμπουνητό στα σωθικά μου. Τραντάγματα συσκότισης και τέλος. Δεν άντεχα να πλησιάσω –δεν επιτρεπόταν κιόλας, μου γκρέμιζαν την Αγάπη μου. Ένα μνημείο. Τα παιδικά μου χρόνια. Σκοτάδι. Αυτοί το ΄λεγαν:»πρόδο» και σε καμαν να αντιπαθείς την πρόοδο εν τέλει αν είναι να γκρεμίζουν το τέλειο για να φτιάξουν μια ηλίθια κατασκευή. Ποτέ δεν πήγαμε να κολυμπήσουμε εκεί. Ποτέ δεν θα μπορούσαμε. Πρέπει να άλλαξε ονόματα και ίσως τώρα να κάηκε. Δεν ξέρω. Κάποια στιγμή θα μάθω.
Οδός Τρίτωνος,
Μάτι, Αττικής- η πρώτη Αγάπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου